- σφιχτοχεριά
- η скупость; скряжничество (разг )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σφιχτοχεριά — η, Ν [σφιχτοχέρης] η ιδιότητα τού σφιχτοχέρη, τσιγγουνιά … Dictionary of Greek
αναδοσιά — αναδοσιά, η και ανεδοσιά, η 1. οσμή, υγρασία: Το δωμάτιο αυτό έχει μια αναδοσιά μούχλας. 2. τσιγκουνιά, σφιχτοχεριά: Στο χωριό είχαν να κάνουν με την αναδοσιά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξηνταβελονιά — η υπερβολική φιλαργυρία, παθολογική τσιγκουνιά, σφιχτοχεριά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φειδώ — η ώς, η κατανάλωση ή η διάθεση ενός πράγματος με μέτρο και περίσκεψη, η οικονομία, η φειδωλία, η σφιχτοχεριά, η τσιγκουνιά: Στην Κατοχή μοίραζαν τρόφιμα με μεγάλη φειδώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)